μεσσήνιος

μεσσήνιος
-ια, -ιο, θηλ. και -ία
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μεσσηνία ή αυτός που προέρχεται από τη Μεσσηνία
2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο Μεσσήνιος, η Μεσσηνία
κάτοικος τής Μεσσηνίας ή αυτός που κατάγεται από τη Μεσσηνία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Μεσσήνιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεσσήνιος — ο θηλ. α ο κάτοικος της Μεσσηνίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μεσσήνιον — Μεσσήνιος masc acc sg Μεσσήνιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυχαρής — Μεσσήνιος Ολυμπιονίκης. Επειδή αδικήθηκε από το συνεταίρο του Σπαρτιάτη Εύαιφνο, πήγε στη Σπάρτη και ζήτησε την τιμωρία του. Οι Σπαρτιάτες όμως αδιαφόρησαν και ο Π., αφού σκότωσε τον Εύαιφνο, συνέχισε να σκοτώνει και κάθε Σπαρτιάτη που συναντούσε …   Dictionary of Greek

  • Μεσσηνίου — Μεσσήνιος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεσσηνίῳ — Μεσσήνιος masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεσσήνια — Μεσσήνιος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεσσήνιε — Μεσσήνιος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεσσηνία — Μεσσηνίᾱ , Μεσσήνιος fem nom/voc/acc dual Μεσσηνίᾱ , Μεσσήνιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεσσηνίας — Μεσσηνίᾱς , Μεσσήνιος fem acc pl Μεσσηνίᾱς , Μεσσήνιος fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”